Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

2009-13-12



Ήξεραν έλεγα οι νύχτες ………………..

Σκούπισαν το αίμα απ τα χείλια,

απ΄τα δόντια που έκοψαν την αγάπη

Με μια ανάσα την κατάπιαν

Έδεσαν  το τραύμα και κοιμήθηκαν

Δεν είδαν πως δεν   κατάπιαν  τον δεσμό

Έμεινε εκεί να ονοματίζει τον ακρωτηριασμό 
Σ.Μ.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Ο απαίδευτος νους


-Ποιος κυβερνά αυτόν τον κόσμο;
-Ο απαίδευτος νους.
άγεται και φέρεται. Γίνεται έρμαιο της συγκυρίας. Γίνεται αυτό που συμβαίνει- και τίποτα άλλο.
Ο απαίδευτος νους προσκολλάται πάντοτε στον εκάστοτε Δυνατό. Είναι μια αυτόματη, αντανακλαστική κίνηση. Ο απαίδευτος νους δέχεται τη δωροδοκία, την εύνοια, την υπεροπτική ανοχή του Δυνατού. Μια δουλειά, λίγα χρήματα, ένα αντάλλαγμα. Θα δεχτεί να βελτιώσει πρόσκαιρα τη θέση του και θα επιτρέψει στον βασιλιά, τον κυβερνήτη, τον πρωθυπουργό να συντηρήσει το εκάστοτε διεφθαρμένο καθεστώς του. Ο απαίδευτος νους επιτρέπει την αθλιότητα, όσο εκείνη λειτουργεί υπέρ του. Με τον καιρό θα καμαρώσει κρυφά τη δύναμη της Εξουσίας και τη βαρβαρότητα που την συντηρεί. Όταν ο Δυνατός δεν έχει πια τα μέσα- το χρήμα και την επιρροή- για να τον κρατήσει πιστό, τότε αμέσως στρέφεται στον επόμενο Δυνατό. Σβήνει ξαφνικά με απαξία τη συμμετοχή και την ανοχή του στο θλιβερό παρελθόν. Γίνεται με θρασύτητα ο πιο σκληρός πολέμιος του παλαιού κι ο πιο πιστά οργισμένος ακόλουθος του καινούριου Δυνατού. Και παράλληλα με αυτόν τον φαύλο κύκλο της εξουσίας και τα σερνόμενα πλήθη του, ο απαίδευτος νους πάντοτε εντοπίζει τον αδύναμο.
Ο απαίδευτος νους συντρίβει τον αδύναμο. Ο πλούσιος τον φτωχό. Ο φτωχός τον ακόμα πιο φτωχό. Ο πιο φτωχός τον παρία. Ο παρίας τον ανέγγιχτο («the untouchables», η έσχατη κάστα στην Ινδία). Συχνά οι εξαθλιωμένοι γίνονται ακόμα πιο σκληροί απ’ τους βασανιστές τους – έτσι η Αδικία διαιωνίζεται.
Ο απαίδευτος νους πιστεύει. Ο θεός του είναι η Ισχύς. Αυτήείναι η ιερή του δύναμη. Μόνο αυτή μπορεί να αντιληφθεί. Μπορεί να περιφέρει λεκτικά έννοιες όπως η Αγάπη και η Ελευθερία, να τις περιγράφει, να τις κορνιζάρει με μεγάλα γράμματα, αλλά ποτέ δεν τις ενσωματώνει χωρίς αντάλλαγμα στη μικρή ζωή του. Μόνο μέσα στην επιφάνεια του συγκριτικού βαθμού βρίσκει νόημα. «Είμαι πιο καλός. Ο θεός μου είναι πιο καλός.  Είμαι ανώτερος».
΄    
Ο απαίδευτος νους δεν ξαγρυπνά τις νύχτες. «Πώς έζησα σήμερα; Τι έκανα; Τι δεν έκανα;» «Μήπως αδίκησα κάποιον; Μήπως τον πόνεσα;». Δεν αναρωτιέται. Γιατί ο απαίδευτος νους είναι πάντοτε αδικημένος. Θιγμένος. Κι ,επομένως, πάντοτε δικαιολογημένος. Αυτός είναι ο αγαπημένος του ρόλος.
Ο απαίδευτος νους δηλώνει απερίφραστα και μεγαλόφωνα την ύπαρξη του. Είναι η παράλογη προβολή του πλούτου του, είναι η μίζερη προβολή της ατυχίας του, είναι η αλαζονική προβολή της τιμιότητάς του, της ηθικής του ανωτερότητας.
Ο απαίδευτος νους φοβάται. Φοβάται το Άγνωστο – δηλαδή τα πάντα. Δεν μπορεί να δώσει εξήγηση, δεν έχει την πνευματική ζωή που θα γαληνέψει την άγνοιά του. Κι έτσι αρχετυπικά μετατρέπει το Άγνωστο σε καλό ή κακό θεό, σε δαίμονα ή προστάτη. Τελικά φοβάται και τα δυο.
Ο απαίδευτος νους δεν διστάζει ν’ αφεθεί στα πιο βάρβαρα ένστικτά του – γιατί είναι ό,τι πιο εύκολο μπορεί να κάνει. Η κάθε εποχή θα του δώσει συνθήματα/ επιχειρήματα για κάθε άθλιο εαυτό του.
Ο απαίδευτος νους πηγαίνει στο Σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, λαμβάνει τις πληροφορίες της εποχής του, διαβάζει, αποκτά πείρα, διδάσκει. Αλλά ποτέ δεν διδάσκεται.
Ο απαίδευτος νους ακολουθεί τυφλά την Αυθεντία του καιρού του. Συχνά ταυτίζει τον εαυτό του με την Αυθεντία.
Ο απαίδευτος νους ξέρει. Κατέχει την αλήθεια. Την Απόλυτη Αλήθεια. Δημιουργεί ένα σύννεφο, ένα νεφέλωμα ιδεοληψιών, προκαταλήψεων, στερεοτύπων κι απαράβατων κανόνων. Κρέμεται με υστερία πάνω απ’ το σύννεφο αυτό και πιστεύει πως τον  σηκώνει ψηλά, πως μαζί πηγαίνουν βόλτα πάνω απ’ τις ζωές των άλλων πλασμάτων. Νιώθει θεός τους για μια μέρα – για μια ζωή. Πάνω στο σύννεφο κάνει περίεργες κινήσεις με το σώμα και τα χέρια του, λατρεύει ξύλα, χρυσάφια ,υφάσματα και ρούχα, φτιάχνει τελετές και καταναγκασμούς, αλλά αδυνατεί να πει μια καλημέρα – και να την εννοεί.
Ο απαίδευτος νους ζει μέσα μια διαρκή σύγχυση. Η Σύγχυση σημαίνει πάντοτε Σύγκρουση.
Ο απαίδευτος νους ζει μέσα σε μια διαρκή αντίφαση. Πολεμά στο όνομα της Ειρήνης, Σκοτώνει στο όνομα της Ζωής, Πονά στο όνομα της Αγάπης, Σκλαβώνει στο όνομα της Ελευθερίας, Αδικεί στο όνομα της Δικαιοσύνης, Παρανομεί στο όνομα του Νόμου, Καταστρέφει στο όνομα της Ύπαρξης.
Ο απαίδευτος νους έχει ως σημείο αναφοράς τους εχθρούς. Τους φαντάζεται, τους δημιουργεί, τους ελκύει.
Ο απαίδευτος νους ζει μέσα απ’ τους άλλους. Παραμονεύει. Χάνει χρόνο, απ τον ελάχιστο που διαθέτει στην ενσαρκωμένη ζωή του, για να ασχοληθεί με τα πλάσματα που πιστεύει πως κλέβουν κάτι από τον ζωτικό του χώρο. Δεν αντέχει τη μοναξιά της περισυλλογής. Δεν εμβαθύνει.
Ο απαίδευτος νους είναι ο Δικτάτορας. Του κράτους του, της ομάδας του, της οικογένειας, των παιδιών, των συντρόφων του, των φίλων, της καθημερινότητας.
Ο απαίδευτος νους κρίνει, δεν δημιουργεί.
Ο απαίδευτος νους δεν ζει στο παρόν. Θα στοιχημάτιζε και τη ζωή του για το τι έγινε πριν από χιλιάδες χρόνια, έχει τη βεβαιότητα για το τι πρόκειται να συμβεί. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρει τίποτα για το Τώρα.
Ο απαίδευτος νους δεν αναγνωρίζει το ταλέντο, την ομορφιά των άλλων.
Ο απαίδευτος νους δημιουργεί τη γραφειοκρατία. Αγαπά τους τύπους, γιατί δεν απαιτούν βαθύτερη αντίληψη της ζωής, δεν ζητούν κάποια πνευματική διαδρομή, είναι ευκόλως αναγνώσιμοι. Υπάρχουν εκεί, αμετακίνητα παρόντες, ένα έτοιμο εγχειρίδιο.
Ο απαίδευτος νους στηρίζει με τη σιωπή του κάθε φαύλο καθεστώς. Καταστρέφει με το θόρυβό του κάθε δημοκρατία. Γιατί ο λόγος του δεν είναι ποτέ απόσταγμα σκέψης. Βιάζεται να σωπάσει ή να επιβάλει τον λόγο του. Ο απαίδευτος νουςείναι ανυπόμονος. Δεν έχει τον αυθορμητισμό ενός παιδιού, τη λαχτάρα του ερωτευμένου. Δεν κατανοεί τη στωικότητα, την καρτερικότητα, την αξία του λόγου και τη σοφία της σιωπής. Ζει σπασμωδικά, ακριβώς όπως σκέφτεται.
Ο απαίδευτος νους δεν έχει καμία εσωτερική ευγένεια. Ο αληθινά ευγενής άνθρωπος φαίνεται μόνο από τους τρόπους του απέναντι σε εκείνους, τους οποίους δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη.
Ο απαίδευτος νους δεν έχει χιούμορ. Λέει αστεία, γίνεται εύθυμος, σκωπτικός, πικρόχολος και χαιρέκακος. Αλλά δεν επιτρέπει να αγγίξει κανείς – ούτε λεκτικά- την κοσμοθεωρία του.
Ο απαίδευτος νους συγχωρεί τον εαυτό του. Όχι τους άλλους.
Ο απαίδευτος νους μπορεί να είναι μορφωμένος, σοβαρός, καλοντυμένος, να κατέχει φήμη κι αξιώματα, δύναμη, επιρροή και πλούτο. Ο απαίδευτος νους μπορεί να είναι αμόρφωτος, κακοντυμένος, χωρίς κοινωνική θέση κι αξιώματα. Σχηματίζει ομάδες , φράξιες, παρατάξεις, στρατούς, διαχωρισμούς. Οι περισσότερες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας ευνοούν τον απαίδευτο νου. Γιατί εκείνος βρίσκει πάντοτε το κατάλληλο έδαφος μέσα στις αυστηρές δομές, στις έτοιμες απαντήσεις, σε ιδεολογικά κατασκευάσματα και θρησκείες. Ο απαίδευτος νους είναι υπάκουος – ή οργανωμένα, κατόπιν προσταγής, ανυπάκουος. Ψάχνει πάντοτε για την πιο ασφαλή φυλακή και τη βαφτίζει ζωή του.
Ο απαίδευτος νους δεν ξέρει τι είναι η καλοσύνη ή η αγάπη άνευ όρων. Δε θα άντεχε ποτέ μια τέτοια αναρχία.
Ο απαίδευτος νους δεν αντέχει τα πλούτη του – γίνεται άπληστος.
Ο απαίδευτος νους δεν αντέχει τη φτώχια του – γίνεται κτήνος.
  Π. Κουμπλής

Στους Μεταγενέστερους… από τον Μπ. Μπρέχτ


















 

‘Στους μεταγενέστερους’Αλήθεια,

σε μαύρα χρόνια ζω!
Τα λόγια που δεν κεντρίζουν
Είναι σημάδι χαζομάρας.
Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας.
Εκείνος που γελάει
Δεν έχει μάθει ακόμα
Τις τρομερές ειδήσεις.
Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που
Είν’ έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα
Γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα!
Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο
Ξέκοψε πια ολότελα απ’ τους φίλους του
Πού βρίσκονται σ’ ανάγκη.
Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω.
Όμως πιστέψτε με:
Είναι εντελώς τυχαίο.
Απ’ ό,τι κάνω, τίποτε δε μου δίνει
Το δικαίωμα να φάω ως να χορτάσω.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση.
(Λίγο η τύχη να μ’ αφήσει, χάθηκα.)
Μου λένε: Φάε και πιες!
Να ‘σαι ευχαριστημένος που έχεις!
Μα πώς να φάω και να πιω, όταν
Το φαγητό μου τ’ αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν
Κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω;
Κι ωστόσο, τρώω και πίνω.
Θα ‘θελα ακόμα να ‘μουνα σοφός.
Τ’ αρχαία βιβλίο λένε τί είναι η σοφία:
Μακριά να μένεις απ’ τις επίγειες συγκρούσεις
Και δίχως φόβο τη λιγοστή ζωή σου να περνάς.
Θεωρούν σοφό ακόμα
Το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία
Στο κακό ν’ ανταποδίνεις το καλό
Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, Αλλά να τις ξεχνάς.
Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα:
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω!
Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης
Όταν εκεί, βασίλευε η πείνα.
Ήρθα μες στους ανθρώπους Στην εποχή της ανταρσίας
Και ξεσηκώθηκα μαζί τους.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Το ψωμί μου το ‘τρωγα ανάμεσα στις μάχες.
Για να κοιμηθώ, πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους.
Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα
Κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Στον καιρό μου,
Οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη.
Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο.
Λίγα περνούσαν απ’ το χέρι μου.
Όμως, αν δεν υπήρχα..
Οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα,
αυτό έλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες.
Ο στόχος βρισκότανε πολύ μακριά.
Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα..
Ήταν σχεδόν απρόσιτος.
Έτσι κύλησε ο χρόνος
Που πάνω στη γη μου δόθηκε.
Εσείς, που θ’ αναδυθείτε
Μέσ’ απ’ τον κατακλυσμό
Που εμάς μας έπνιξε,
Όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε
Σκεφτείτε
Και τα μαύρα χρόνια
Που εσείς γλυτώσατε
Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες
Πιο συχνά από παπούτσια,
Μέσα από ταξικούς πολέμους,
Απελπισμένοι σα βλέπαμε,
Την αδικία να κυριαρχεί και
Να μην υπάρχει εξέγερση.
Κι όμως το ξέραμε:
Ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια
Παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά.
Ακόμα κι η οργή ενάντια στην αδικία
Βραχνιάζει τη φωνή. Αλίμονο, εμείς που θέλαμε
Να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία
Δεν καταφέρναμε..
Να ‘μαστε φίλοι ανάμεσά μας.
Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός
Ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο
Να μας θυμάστε
Με κάποιαν ε π ι ε ί κ ε ι α.