Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011


Μια Εποχή Στην Κόλαση
ΑΝ θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές καί όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβύσω από το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.
Μ' ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες
τίς χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μοu.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι' η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλοιο
τού ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν' αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου
μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Τό κλειδί αυτό είν' η συμπόνοια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα...». ολολύζει ο διάβολος :
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στό θάνατο μ' όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !»
Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού ή διδακτικού ύφους σ' έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριο ένός κολασμένου.


Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, θα γινόταν «προφήτης» μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων», υπονομεύοντας συστηματικά την καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους.
Υπήρξε ένας από τους πρώτους μοντέρνους ποιητές που επιδίωξαν να εγκαταλείψουν τους περιορισμούς του κλασικού μέτρου, που κυριαρχούσε στη γαλλική ποίηση, προτείνοντας την κατάργηση του αλεξανδρινού στίχου και αφήνοντας τα «οράματά» του να διαμορφώσουν τις νέες ελεύθερες φόρμες που θα ακολουθούσε. Επιχείρησε να απαλλάξει την ποίησή από τους περιορισμούς της πραγματικότητας, συνδέοντας συχνά στον ποιητικό του λόγο αντίθετα ή απομακρυσμένα στοιχεία και χρησιμοποιώντας ελεύθερους συνειρμούς, στοιχεία που υπήρξαν αργότερα σημεία επαφής του με τον υπερρεαλισμό.

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Το πάντα του έρωτα


Το πάντα του έρωτα

απο την Χριστίνα Κόλλια

Κάποτε.. όπως τώρα.. όπως παλιά.. ο Έρωτας αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία του. Το εξομολογήθηκε σ’ ένα περαστικό γλάρο. Ο γλάρος τον κοίταξε με απορία κι αναρωτήθηκε αν κι αυτό ήταν ένα από τα συνηθισμένα παιχνίδια του Έρωτα.

« Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε ο γλάρος.

« Περισσότερο από ποτέ» απάντησε ο Έρωτας και τύλιξε σ’ ένα σύννεφο τη φαρέτρα του που ήταν γεμάτη βέλη. Μετά, έκανε το σύννεφο σαϊτα, το φύσηξε με δύναμη κι εκείνο προσγειώθηκε στην πιο μακρινή έρημο. Στην έρημο του Πάντα.

«… και τι θα γράψεις;» ξαναρώτησε έκπληκτος ο γλάρος.

«Για την ανάγκη των ανθρώπων να είναι ερωτευμένοι για πάντα».

«Πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο;»

Ο Έρωτας δεν απάντησε, μόνο ξεδίπλωσε ένα κομμάτι από την άκρη της σελήνης που βρισκόταν στη χάση. Χωρίς να βιαστεί, έβγαλε το μικρό κόκκινο βέλος που φύλαγε προσεκτικά ανάμεσα στα φτερά του, κι άρχισε να γράφει πάνω της.

Ο γλάρος φτερούγισε με ανυπομονησία και ταξίδεψε τα μαντάτα στις πέντε ηπείρους.

Οι άνθρωποι έμειναν άφωνοι στην αρχή. Πολύ γρήγορα όμως άρχισαν να πανηγυρίζουν. Ήταν σίγουροι πως η αυτοβιογραφία του Έρωτα θα ήταν γεμάτη συμβουλές για παντοτινό έρωτα. Τι ευτυχία ήταν αυτή! Επιτέλους, δεν θα πονούσαν άλλο. Δεν θα έκλαιγαν. Δεν θα ένιωθαν μοναξιά. Δεν θα αναζητούσαν συνεχώς ένα ταίρι. Θα ζούσαν χωρίς αγωνία. Θα ήταν ερωτευμένοι, με το ίδιο πρόσωπο, για πάντα!

Μόλις σιγουρεύτηκαν ότι η φαρέτρα με τα βέλη του Έρωτα είχε εξοριστεί στην έρημο του Πάντα και δεν κινδύνευαν, ζευγάρωσαν. Όλοι. Ήταν τόσο εύκολο πια.

«Τι νέα από τους ανθρώπους; Είναι χαρούμενοι τώρα που μπορούν να είναι ερωτευμένοι για πάντα;» ρώτησε ο Έρωτας το γλάρο μετά από καιρό.

«Δεν ξέρω» απάντησε ο γλάρος.

«Γιατί το λες αυτό;»

«Μου φαίνεται πως ζουν πολύ μονότονα. Σα να μη νοιάζονται για τίποτα πλέον.»

«Δηλαδή;»

«Λες κι έχει σταματήσει ο χρόνος από τότε που τους χάρισες το Πάντα. Ξέρεις πόσο καιρό έχουν να γράψουν ένα καινούργιο τραγούδι; Οι πινακοθήκες έχουν πιάσει αράχνες. Κανένας δε ζωγραφίζει πια. Γύρισα όλο τον κόσμο μήπως και βρω κάποιον που να γράφει ένα βιβλίο και ο μοναδικός που συναντώ είσαι εσύ. Αλήθεια, δεν τελείωσες ακόμα;»

«Όχι»

«Μα, τι γράφεις τόσο καιρό;»

«Τι σημαίνει να βουλιάζεις στο Πάντα και να το χάνεις για πάντα».

Ο γλάρος κοίταξε αμίλητος τον ορίζοντα. Στο βάθος ίσα που φαινόταν η έρημος του Πάντα.

«Είσαι σκληρός! Ανελέητος!» είπε απότομα στον Έρωτα μετά από λίγο.

«Είμαι περιπλάνηση» του απάντησε ήρεμα εκείνος.

«Είσαι αντικατοπτρισμός! Γι’ αυτό έστειλες τη φαρέτρα σου στην έρημο!» συνέχισε ο γλάρος.

«Είμαι δρόμος, για την όαση της Αγάπης».

«Είσαι πόλεμος, για την κατάκτηση της Αγάπης!»

«Ίσως.. Να ξέρεις όμως, το Πάντα δε χαρίζεται, γιατί χάνεται» απάντησε ο Έρωτας κι έγνεψε στο σύννεφο να γυρίσει κοντά του.


Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Με λένε Ελλάδα

Σου μιλάω ψιθυριστά να μην μας ακούσουν. Θα σου πω και εγώ την ιστορία της καταστροφής μου.

Με λίγα λόγια.

Κάποτε είχα μια συναίσθηση της ιστορικής αξίας μου, ήμουν πτωχή πλην τίμια.

Πολέμαγα για να μεγαλώσω.Πολέμαγα για τους Βαλκανικούς.

Πολέμαγα για τη μεγάλη ιδέα στη Μικρά Ασία.Έστω και αν έσπασα τα μούτρα μου δεν το έβαλα κάτω.

Πολέμαγα στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και αντιστεκόμουν.

Ξυπνούσαν μνήμες που με συνέδεαν με το παρελθόν.

Μετά άρχισε ο ξεπεσμός μου.

Ο γελοίος εμφύλιος των αριστερών με τους δεξιούς που σφάζονταν με τα κονσερβοκούτια.

Η ανοικοδόμηση με τις γελοίες πολυκατοικίες, η πιο άσχημη πρωτεύουσα σε όλη την Ευρώπη.

Η Χούντα.

Η Δεξιά.

Το ΠΑΣΟΚ.

Τα λαμόγια στην εξουσία.

Το Τσοβόλα δώσ' τα όλα.

Ο Κοσκωτάς.

Ο Μητσοτάκης.

Οι κοριοί.

Το χρηματιστήριο του '99.

Όλοι αυτοί που δεν μπήκαν φυλακή.

Μαζί και οι παπαγάλοι.

Ο Σημίτης με τον Κόκκαλη και τον Μπόμπολα.

Οι λιμουζίνες και τα μπουζούκια σε μια χώρα που δεν παράγει τίποτα.

Τα δανεικά. Τα δανεικά. Τα δανεικά.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Οι λαϊκιστές στην εξουσία.

Πράσινοι και μπλε.

Διορίστε, διορίστε, χώστε, φάτε, με ξεσκίσανε φιλαράκι.

Οι συνδικαλιστές.

Οι ληστοτραπεζίτες.

Οι Αλβανοί και οι σφαγές.

Οι χουλιγκάνοι και τα επεισόδια.

Οι κουκουλοφόροι και οι κουλτουριάρηδες αριστεροί της πλάκας υποστηρικτές τους. Οι αριστεροί με τις δεξιές τσέπες στην ΕΡΤ.

Οι υπουργοί και οι μίζες.

Η Ζίμενς, ο Τσουκάτος, ο Αλογοσκούφης.

Ο μπουνταλάς κρεμανταλάς Καραμανλής, ο άχρηστος.

Οι εισαγγελείς που δεν έβαλαν κανέναν στη φυλακή.

Οι τρομοκράτες που έπιασαν τη 17Νοέμβρη η οποία ήταν λιγότερο τρομοκρατική από το Σύστημα που με τρομοκρατεί φιλαράκι.

Είμαι μία βιασμένη τρομοκρατημένη.

Μου κλωτσάνε τα ομόλογα λες και είναι σκατά, με έχουν κάνει σκουπίδι.

Με κράζουν οι Γερμανοί, με κράζουν σε όλα τα κανάλια της γης, ο υπουργός οικονομικών της Πορτογαλίας σήμερα δήλωσε "μην μας συγκρίνετε, εμείς δεν είμαστε Ελλάδα"!

Πιάνουν το όνομά μου στο στόμα τους όλοι, διότι εγώ έγινα η πιο βρωμιάρα απ'όλους. Είναι να τρελαίνεσαι, να παραληρείς..

Θα σου έγραφα κι άλλα, είχα πολλά να σου πω, αλλά θέλω να δω τώρα TV των εργολάβων και των εφοπλιστών που με αποβλάκωσε τελείως. Το μεσημέρι βλέπω τα κουτσομπολίστικα διότι εκεί δεν μιλάνε για μένα και ξεχνιέμαι. Αποβλακώνομαι ακόμα πιο πολύ.

Έχω τα ωραιότερα βυζιά που είναι σαν νησιά, τα ωραιότερα μάτια που είναι σαν θάλασσες, τα ωραιότερα οπίσθια που είναι σαν βουνά, αλλά δεν με γουστάρει πια κανένας. Διότι είμαι βρώμικη, με βίασαν όλοι.

Και δεν υπάρχει ΕΝΑΣ αρσενικός, ΕΝΑΣ πολιτικός να τους διαολοστείλει όλους αυτούς που με βιάσανε και να τους κλείσει φυλακή.

Δεν υπάρχει ΕΝΑΣ εισαγγελέας.

Τι να σου λέω η γυναίκα, είμαι εξουθενωμένη..





Γκρίνια, το άλας της ζωής

Αν έχετε βαρεθεί να βλέπετε στραβωμένα, μουρτζούφλικα πρόσωπα, που γκρινιάζουν και παραπονιούνται για τους πάντες και τα πάντα και γενικά τρώγονται με τα ρούχα τους, σκεφτείτε το ξανά. Οι γκρινιάρηδες είναι ίσως η πιο υγιής, παραγωγική και πετυχημένη κατηγορία της κοινωνίας μας, το άλας της γης, ο θεμέλιος λίθος του πολιτισμού μας.

Σκεφτείτε από τα 100 πρόσωπα που αντικρίζετε κάθε πρωί, πριν πάτε στη δουλειά -αν ζείτε σε μεγαλούπολη- ή έστω από τα 10 που συναναστρέφεστε καθημερινά, πόσοι είναι χαρούμενοι και πόσοι βράζουν έστω και σιωπηλά στο ζουμί τους. Οι γκρινιάρηδες υπερτερούν, τουλάχιστον αριθμητικά, ενώ σίγουρα η γκρίνια διαρκεί περισσότερο, αφού οι ώρες της χαράς σπανίζουν, ενώ οι ώρες της μανούρας αφθονούν. Ξεχάστε τους περιχαρείς παρουσιαστές πρωινών εκπομπών, τις τηλεβεγγέρες, όπου όλοι περνάνε καλά και φροντίζουν να το δείχνουν με υστερικά γελάκια και τσιφτετέλια, ξεχάστε το παγωμένο χαμόγελο του πωλητή και την επιβεβλημένη αισιοδοξία των οδηγών αυτοβοήθειας. Η γκρίνια -που στην ουσία δεν έφυγε ποτέ από την επικαιρότητα- είναι η νέα μόδα, τώρα και με τη σφραγίδα του ειδικού.

Οι δυο γέροι του Μάπετ Σόου, Γουόλντορφ και Στάτλερ, ίσως οι διασημότεροι γκρινιάρηδες όλων των εποχών

Μετά τη μανία της αυτοβελτίωσης, της θετικής σκέψης, των μικρών βιβλίων του ζεν και της ηρεμίας, μια νέα υπομανία δοκιμάζει την τύχη της στην αγορά: η αποενοχοποιημένη γκρίνια. Το φαινόμενο ξεκίνησε από την ούτως ή άλλως γκρινιάρα Μεγάλη Βρετανία, όπου μια σειρά από χρονικά της μουρμούρας έκαναν θραύση κατά την περίοδο των εορτών. Οι κριτικοί κάνουν ήδη λόγο για ένα νέο είδος πρόζας, την «γκρινιο-νουβέλα». Ανθρωποι μορφωμένοι, προνομιούχοι, καλοζωισμένοι, όχι απαραίτητα ηττημένοι και πικρόχολοι, γεμίζουν σελίδες μεμψιμοιρώντας όχι μόνο για όσα τους εξοργίζουν, αλλά και γι' αυτά που απλά τούς τη σπάνε. Αυτή την περίοδο το δημοφιλέστερο γκρινιο-βιβλίο, που πιθανότατα άρχισε την αναβίωση του είδους, είναι το κοινό πόνημα δύο σχετικά νέων Βρετανών συγγραφέων με τίτλο «Μου φαίνεται ή είναι όλα σκατά;» και υπότιτλο «Η εγκυκλοπαίδεια της σύγχρονης ζωής από το Α ώς το Ω» (εκδ. Time-Warner).

Ο συγγραφέας Will Self προπονείται στην γκρίνια, στο σόου του BBC «Grumpy Old Men», με πρωταγωνιστές διάσημους γερο-γκρινιάρηδες

Το ντουέτο των Στιβ Λόου και Αλαν Μακ Αρθουρ κατάφερε να ανεβεί στις πρώτες θέσεις με τα δημοφιλέστερα βιβλία των εορτών, συγκεντρώνοντας σε έναν μακροσκελή κατάλογο όλα τα μικρά και μεγάλα σπαστικά πράγματα της ζωής - σύμφωνα με τους ίδιους. Από τις στενές τουαλέτες στα σικ ρεστοράν ώς τον Τόνι Μπλερ, την Κοντολίζα Ράις, τους οικολόγους και τις φεμινίστριες, όλα αλέθονται στον μετασατιρικό αχταρμά των φερέλπιδων γκρινιάρηδων. Κάτι ανάμεσα σε κωλοπαιδίστικη πλάκα, κουβέντες της παμπ, σνομπισμό, λαϊκισμό και γεροντίλα, η «νέα βρετανική γκρίνια» έχει τις ρίζες της στην ένδοξη παράδοση του φλεγματικού εγγλέζικου χιούμορ. Μόνο που σήμερα οι «σκατολόγοι» των μπεστ σέλερ δεν θυμίζουν ακριβώς Μόντι Πάιθονς, ούτε πολύ περισσότερο Οσκαρ Ουάιλντ ή Μπέρναρ Σο, αλλά καρικατούρες των ίδιων πραγμάτων που μέμφονται. Αλλα βιβλία που διεκδικούν τον τίτλο του μουρμουρο-μπεστ σέλερ έχουν τίτλους όπως «Η καταραμένη αγένεια της καθημερινότητας», «Γιατί όσα ξέρετε είναι λάθος», «Τα ξινά σταφύλια της οργής» και πάει λέγοντας.

Στην Ελλάδα, όπου η μουρμούρα μάς είναι υπερβολικά οικεία ώστε να την ανάγουμε σε λογοτεχνικό είδος, κάτι ανάλογο επιχειρούν οι λίστες «μ' αρέσει/δεν μ' αρέσει» των λάιφ στάιλ εντύπων, τα κουτσομπολίστικα κους κους και τα τηλεοπτικά «ξεκατινιάσματα». Είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, όλοι διαβάζουμε με ένοχη χαρά τις έγγραφες κακίες, παρακολουθούμε τα παραθυρικά ξεμπροστιάσματα, ανεβάζουμε τις θεαματικότητες των τηλε-γκρινιάρηδων και αναπαράγουμε με προθυμία τη μιντιακή μουρμούρα. Η γκρίνια, όπως ο κιτρινισμός, το κουτσομπολιό και η σκανδαλολογία, είναι το τελευταίο οχυρό της παροπλισμένης κριτικής. Το να γκρινιάζεις για τα πάντα είναι άλλος ένας τρόπος να υπομένεις τα πάντα, χωρίς να αλλάζεις τίποτα. Γκρινιάξτε λοιπόν άφοβα, βγάλτε το από μέσα σας, και εκεί που μονολογείτε βρίζοντας γράφτε και κάνα βιβλίο. Πού ξέρετε, μπορεί να γίνει και μπεστ σέλερ.

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΠΟΛΙΤΗ

αυτό που ζούμε......

αυτό που ζούμε είναι μια καινούρια αυτιστική πραγματικότητα Κοιτα να δεις τι μου συμβαίνει …Πετάχτηκα από τον ύπνο τρομαγμένη. Ανοιγόκλεισα τα μάτια, ανακάθησα στο κρεβάτι & τεντώθηκα… Χασμουριέμαι, μου λείπει αέρας… Γι...ατί δεν βλέπω καθαρά; Σκύβω να ανάψω το φως. Δεν μπορώ! Το χέρι μου κουτουλάει σε κάτι ελαστικό, μαλακό, εύπλαστο, κρύο… Τι συμβαίνει; αναρωτιέμαι. Προσπαθώ να σηκωθώ και αντ’ αυτού αιωρούμαι… Είμαι μέσα σ’ένα κουκούλι δεν το λες, περίβλημα ίσως και να ταιριάζει… Σα μια σαπουνόφουσκα είναι… Αλλά δε σπάει. Είμαι μέσα…Ποιος μου κάνει πλάκα έχω και δουλειές να κάνω. Προσπαθώ να το σκίσω, μάταιο. Αν και δείχνει τόσο εύθραστο και λεπτό, οι αντοχές του είναι τεράστιες. Εντάξει λοιπόν, αφού δεν μπορώ να βγω πρέπει να ζήσω με το ρημάδι. Ανακαλύπτω τρόπους να κινούμαι, να κάνω το ιδιότυπο σκάφος μου να προχωράει στον χώρο. Σαν τα χάμστερ στον τροχό κινώ χέρια και πόδια και εν τέλει καταφέρνω να το κουμαντάρω. Χα! Σιγά μη δεν τα κατάφερνα…Το κουκούλι μου αλλάζει μορφή, άλλες φορές είναι στρογγυλό και άλλες έχει το σχήμα του σώματός μου. Μου επιτρέπει να αγγίζω, να σηκώνω, να αλληλεπιδρώ με το περιβάλλον μου. Αλλά δε νιώθω, δε νιώθω… Κάνω, ενεργώ, πιάνω, αλλά…Βγαίνω έξω από το σπίτι… Μπορώ να περπατάω πια ή να αιωρούμαι, κατά το δοκούν… Μπορώ να στέκομαι ακίνητη ή να τρέχω… Σιγά σιγά το κουκούλι μου γίνεται ένα με το κορμί μου, κομμάτι της σάρκας μου, πάλλεται μαζί μου, αλλάζει χρώματα και σχήματα.Δεν μπορώ να το συνηθίσω, αυτό με συνηθίζει μάλλον. Ακόμα με παραξενεύει το γεγονός ότι δε νιώθω τίποτα. Γύρω μου όλοι περπατάνε, κυλάνε, αιωρούνται μές τα κουκούλια τους, προσηλωμένοι, απορροφημένοι.Η σιωπή είναι δυσβάσταχτη. Κανένας δε μιλάει, τίποτα δεν ακούγεται. Ακόμα και ο θόρυβος των αυτοκινήτων, του περαστικού τραμ και της βουής του κόσμου θα με έκανε να νιώθω καλύτερα από αυτή την πηχτή σιωπή που με τυλίγει νύχτα…Βάζω τις φωνές… Ουρλιάζω υστερικά… Δεν ακούγεται τίποτα… Το κουκούλι απορροφά τους ήχους σα σφουγγάρι… Δεν μπορώ να ακουστώ. Κανένας δεν ακούει… Κάθομαι… κάτω πάνω δεξιά αριστερά, δεν έχει νόημα, δεν υπάρχει… Τυλίγω τα πόδια μου με τα χέρια μου, σκύβω το κεφάλι και κουνιέμαι πέρα δώθε, πέρα δώθε… Να αντιδράσω, να αντιδράσω… Πώς; Πώς; Σκέφτομαι με μανία, το μυαλό μου γεμίζει με ιδέες που χτυπιούνται μεταξύ τους, κουράζομαι… κουράζομαι…Κοιτάω έξω, δε βλέπω και καθαρά… Κι άλλοι έχουν καθήσει μες τις σαπουνόφουσκές τους, ανήμποροι και σκέφτονται σκέφτονται…Έπεσε νύχτα κι εγώ είμαι κουρασμένη, γαμώτο είμαι τόσο κουρασμένη… Γυρνάω στο σπίτι μου. Αύριο…Και όπως αντιλαμβάνεσαι… δράκοι ,τίνγκερμπελ και νεράιδες δεν εγκλωβίζονται σε φούσκες …είναι λεύτερα όντα …πόσο μάλλον ο ο Πήτερ Παν … δεν μας άντεξαν τα παραμύθια Μαρακι μου



Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Η ελεύθερη βούληση κατά τον μέγιστο Επίκουρο.


Το θέμα της ύπαρξης ή μη ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, είναι αρκετά παλαιό και ανέκυψε επιστημονικά στην αρχαία Ελλάδα, όταν οΔημόκριτος διατύπωσε και ανάπτυξε τις φυσικές του θεωρίες , από τις απλούστερες φυσικές του έννοιες μέχρι την ατομική θεωρία, με το δάσκαλο του Λεύκιππο.
Επίσης η ειμαρμένη ή μοίρα αν και απασχόλησε τους ανθρώπους παλαιότερα, πήρε επιστημονική έκφραση με τις.....
θεωρίες του φυσικού επιστήμονα.
Ο Επίκουρος όμως, πρωτοδιατύπωσε μία φιλοσοφική ιδέα και θεωρία με τη χρήση της απόκλισης, από την ευθεία πτωτική γραμμή του Δημόκριτου, αποδεικνύοντας τη μεγαλοφυΐα του.
"Το κάθε σώμα και άτομο υποστήριξε , μπορεί κατά την κάθοδο του, να αποκλίνει, έστω ελάχιστα και αυτή η παρέκκλιση, από τη κάθετο γραμμή, δημιουργεί αυτονομία και ελευθερία, η οποία επεκτεινόμενη στις ανθρώπινες πράξεις, δημιουργεί τη βούληση του."
Στην αρχαιότητα αν και η θεωρία του αυτή πολεμήθηκε σκληρότατα, ιδιαίτερα από τον Κικέρωνα, η σύγχρονη φυσική ήρθε να επιβεβαιώσει τον μέγιστο Έλληνα φιλόσοφο , 2.500 χρόνια μετά.

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Μια γομολάστιχα


Μια γομολάστιχα για ψυχές ,αγάπες ….

Η ζωή είναι μια γομολάστιχα ,

μια γομολάστιχα για τα ομορφότερα ….

για τις όμορφες λέξεις ,γομολάστιχα

υπάρχει γομολάστιχα να σβήνει τον πόνο ?

Άσκοπα αγαπάω ?

Άσκοπα ονειρεύομαι ?

Πάλι θα πρέπει ν ακούσω για

σοφία, υπομονή και πίστη ????

και ποιος ζητάει σοφία;

Ποιος αντέχει την υπομονή

Που να βρω την πίστη?

Γιατί δεν Ακούς????

πάρε τον χαμό μακριά μου ....

Σ.Μ


Ουρλιαχτό (αποσπάσματα)

Ι
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ'
την τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μες απ' τους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση
...
που πέρασαν απ' τα πανεπιστήμια με μάτια ανοιχτά κι αχτινοβόλα με παραισθήσεις του Αρκανσω κι οράματα
τραγωδιών με φως του Μπλέηκ ανάμεσα στους μανδαρίνους του πολέμου,
που αποβλήθηκαν απ' τις ακαδημίες γιατ' ήσαν λέει τρελοί
κι εξέδιδαν άσεμνες ωδές στα παράθυρα της νεκροκεφαλής,
...
που γυρόφερναν τα μεσάνυχτα στο μηχανοστάσιο των τραίνων κι' αναρωτιόνταν που να πάνε, και πήγαν, χωρίς ν'
αφήσουν κανένα με παράπονο,
...
που γλύκαναν την ήβη εκατομμυρίων κοριτσιών τρέμοντας
στο δειλινό και είχαν μάτια κόκκινα το πρωί, πρόθυμοι
όμως να γλυκάνουν την ήβη της ανατολής, αστράφτοντας οπίσθια στους σιτοβολώνες και γυμνοί στη λίμνη,
...
που πέταξαν τα ρολόγια τους απ' την ταράτσα για να ρί-
ξουν την ψήφο τους υπέρ της Αιωνιότητας έξω απ' το
Χρόνο, και ξυπνητήρια πέφταν κάθε μέρα στα κεφάλια
τους καθ' όλη την επόμενη δεκαετία,
που κόψανε τις φλέβες τους τρεις φορές συνέχεια ανεπιτυχώς, το πήρανε απόφαση κι αναγκάστηκαν ν' ανοίξουν
μαγαζιά με αντίκες όπου νοιώθουν πως γερνούν, και
κλαίγανε
...
που υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στα φασματικά ρούχα της
τζαζ στη χρυσοκέρατη σκιά της μπάντας και τραγούδη-
σαν το βάσανο γι' αγάπη του γυμνού αμερικάνικου
μυαλού με μια ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί σαξοφωνική
κραυγή που ανατρίχιασε τις πόλεις μέχρι το τελευταίο
ραδιόφωνο
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη
και πεταμένη έξω απ' τα κορμιά τους καλή για φάγωμα για χίλια χρόνια.

ALLEN GINSBERG