Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Υπάρχει μια αυτόνομη λειτουργία τρόμου μέσα στο νου μας και από αυτήν παίρνει η ψυχή μας και πλάθει τους φτωχικούς εφιάλτες της. Αφηγήθηκα στην Κυβέλη τον εφιάλτη που με ξύπνησε. Πολλές φορές τον έχω ξαναδεί αυτόν τον απλοϊκό κοινό εφιάλτη. Ότι κοιμόμουν με το πρόσωπο στον τοίχο. Μέσα στο άδειο άγνωστο δωμάτιο ενός χωριάτικου σπιτιού όπου με είχε πάει ο ύπνος. Όλα μου τα όνειρα συμβαίνουν σε άγνωστα ελληνικά χωριά. Κάνει πολύ κρύο κι έξω οι δρόμοι είναι ποτάμια λάσπης. Σημαδεμένοι από ρόδες κάρων και λάστιχα τρακτέρ. Ένας άνθρωπος ήταν στο δωμάτιο με πλησίαζε αργά και αθόρυβα. Παράλυτος δεν μπορούσα να γυρίσω να τον δω. Αλλά ήξερα ότι με πλησίαζε το πιο τρομαχτικό πλάσμα του κόσμου.

Το πιο τρομαχτικό πράγμα είναι μαζί και γελοίο. Το γελοίο είναι η φοβερότερη ιδιότητα του τρομαχτικού. Έπρεπε να γυρίσω να δω και με προσπάθεια υπεράνθρωπη γύρισα το κεφάλι. Ένιωσα να τρίζουν και να σπαν οι σπόνδυλοι του τραχήλου μου και τον είδα. Αλλά είχε σκεπασμένο το κεφάλι του κι έκρυβε το πρόσωπό του. Φορούσε μια μεγάλη χαρτοσακούλα από χοντρό πρόστυχο χαρτί που τυλίγουν τα κρέατα και δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του. Αλλά φαντάστηκα ότι το πρόσωπό του. Θα ήταν ένα κομμάτι κρέας ζωντανό κι εκεί που με ρουφούσε η κινούμενη άμμος ενός ανυπόφορου κινδύνου ο νους μου πάλι με τράβηξε έξω στην επιφάνεια. Ξύπνησα χωρίς ν’ αναγνωρίσω αυτόν που θέλει χυδαία και γελοία να με τρομάξει.

Η Κυβέλη μίλησε καθησυχαστικά αλλά η φωνή της είναι στεγνή και αδιάφορη κι η τρυφερότητά της γίνεται σκληρή. Τότε για πρώτη φορά πρόσεξα ότι είχε σκεπασμένο το ένα μάτι της με ένα μαύρο στρογγυλό κάλυμμα που έδενε πίσω απ’ το κεφάλι της. Εγώ σαν μάνα σ’ αγαπώ και σε φυλάω απ’ το κακό είπε αυτήν την στερεότυπη φράση χωρίς κανένα αίσθημα και συνέχισε με μονότονη ξένη φωνή βγαίνω τις νύχτες. Γυρνάω να βρω τους εφιάλτες σου. Τους ξετρυπώνω τους σέρνω έξω από τις ακάθαρτες φωλιές τους. Τους παίρνω στον δικό μου ύπνο κι εκεί τους σκοτώνω. Εξαιτίας σου τα όνειρά μου σάπισαν μέσα στο αίμα τους λέει η Κυβέλη με μνησικακία.

Τον είδα αυτόν με την κουκούλα। Τον κυνήγησα ανάμεσα σε ερειπωμένα σπίτια γκρεμισμένα από πολύ καιρό. Με άγριες αυλές χορταριασμένες με πολλές συκιές. Τον συνάντησα να κάθεται καταγής στην παραλία μπροστά σε μια θάλασσα γεμάτη αχινούς. Μου φάνηκε πως ήταν στο Καστελλόριζο॥ Έσκυψα από πάνω του κι άπλωσα το χέρι μου. Να τραβήξω την κουκούλα αλλά εκείνη τη στιγμή. Άκουσα κάτι σαν λυγμό να βγαίνει πνιχτός μέσα από κείνο το χαρτί και τότε αισθάνθηκα. Πώς ήταν ένα πολύ λυπημένο πλάσμα. Αποτράβηξα το χέρι μου δεν τον ακούμπησα. Τον λυπήθηκα περισσότερο απ’ ό,τι λυπάμαι εσένα. Λυπήσου τον κι εσύ ξαφνικά άλλαξε η φωνή της Κυβέλης κι έγινε ήσυχη και καρτερική. Μ’ αγκάλιασε και τώρα ήταν ξανά η Κυβέλη που ήξερα να λυπάσαι τους φόβους σου. Ποτέ μην τους ξεσκεπάσεις λυπήσου τους αγάπη μου. Άκουσέ τους πως κλαιν όλη τη νύχτα κι ολόκληρο το όνειρο τραντάζεται από το κλάμα τους.....................................................


Η Βιογραφία της όρασής μου (αυτοβιογραφικό κείμενο)

Γεννήθηκα στην Καβάλα, μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησα και εκεί τελείωσα την Ιατρική. Αργότερα, μετά τον στρατό, έφυγα στο Παρίσι, στη Γαλλία. Στη Γαλλία ειδικεύτητηκα στην Ψυχιατρική και τη Νευροψυχολογία. Τώρα μένω μόνιμα στην Αθήνα και εργάζομαι στο "Αιγινήτειο Νοσοκομείο". Είμαι παντρεμένος κι έχω ένα γιο δώδεκα χρονών. Τα βιβλία μου είναι ο "Πεισίστρατος" (1960), "Η εκδρομή" (1964), "Το μυθιστόρημα" (1966), "Ο γιατρός Ινεότης" (στην χούντα, 1971), "Ο γάμος" (1975), "Ο αδελφός" (1976) και "Οι χτίστες" (1979).

Στο τέλος του '83 θα βγει το τελευταίο μου βιβλίο που λέγεται "Η φρουρά". Έχω δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα, έxω γράψει ένα βιβλίο για τον Λόγο σαν εγκεφαλική λειτουργία, που είναι μια περιοχή σχεδόν ανεξερεύνητη ακόμη και για την Νευρολογία, ετοιμάζω ένα βιβλίο με εκλαϊκευτικά δοκίμια πάνω στον Λόγο, που ονομάζεται "Επτά μαθήματα για τον Λόγο".

Αυτή ειναι η βιογραφία μου. Μα εγώ θέλω να μιλήσω για μια άλλη βιογραφία. Ξεκινά από έναν ανυπολόγιστο παιδικό χρόνο και είναι η βιογραφία της όρασής μου. Η ιδιότητά μου του συγγραφέα ζυμώθηκε μ' αυτή την ιδιότητα, έγινε ένα με μια διαρκή, καθημερινή, αυθόρμητη προσοχή, να προσέχω συνέχεια τους ανθρώπους. Από παιδί έβλεπα, έβλεπα συνέχεια τους ανθρώπους. Την έσχατη λεπτομέρεια των σωμάτων, το πρόσωπό τους, το δέρμα τους, τα σκισίματά του, τη στάση τους, την ακινησία τους, τη φυσιογνωμία τους, άκουγα την ηχώ των λόγων τουςμ περιφερόμουν στους στενούς λαϊκούς έρημους δρόμους της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης. Γεμάτοι λάσπη, νερά της βροχής, σιωπή, ερημιά. Ξαφνικά ν' ανοίγει μια αυλόπορτα και να χυμάει έξω όλολύζοντας μια γυναίκα. Έβγαινε έξω στο δρόμο κι άρχιζε να θρηνεί. Ένας πατέρας κάτισχνος, κατάχλωμος, νεαρός, έβγαζε περίπατο το παιδί του στο δρόμο. Ένα παιδί τριών τεσσάρων ετών. Ξαφνικά αυτός ο νεαρός πατέρας να πέφτει κάτω σαν κεραυνοβολημένος. Το παιδί τον κοίταζε εμβρόντητο, δεν καταλάβαινε, δεν καταλάβαινα, έβλεπα τα πρόσωπα των ανθρώπων πίσω από τα τζάμια και μάντευα τη ζωή τους. Τέτοιες εικόνες μιας διάχυτης παντού λαϊκής δυστυχίας. Αισθανόμουν - και θα ήμουν παιδί όχι πάνω από δέκα χρονώ - αυτά τα περίεργα συναισθήματα που μονάχα τα παιδιά μπορούν και έχουν, που είναι αντιφατικά. Αισθανόμουν μαζί σαν κάτι πολύ ελκυστικό και κάτι πολύ αποτρόπαιο. Την ανάγκη και την επιθυμία αυτές τις εικόνες, να τις αναδιπλώσω, να ελευθερώσω τη σκοτεινή τους αγωνία. Αλλά εκείνο που από πολύ νωρίς έμαθα, είναι ότι το ανθρώπινο σώμα, ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μιλάει ακατάπαυστα για όλα τα πάθη των ανθρώπων. Δεν έχεις παρά να το δεις.

Αργότερα οι ιατρικές εικόνες πλάτυναν αυτή την όραση, την έκανα πιο βαθιά, πιο δραματική. Χρωστάω σαν συγγραφέας πάρα πολλά στην Ιατρική. Δεν χρωστάω τίποτε στην Ψυχιατρική. Απλά σαν γιατρός, να βλέπω τους συγγενείς των αρρώστων να συνωστίζονται στους διαδρόμους των νοσοκομείων, να τριγυρίζουν τα κρεβάτια των αρρώστων τους, να παραστέκονται, να βλέπω το ίδιο το σώμα του αρρώστου. Πολλά μου έμαθαν όλα αυτά τα λόγια και όλα αυτά τα σώματα, γιατί η ιατρική σχέση είναι το ίδιο έντονη, το ίδιο αποκαλυπτική (με όλες τις σημασίες της λέξης), το ίδιο διαπεραστική όσο και η ερωτική σχέση.

Γιώργος Χειμωνάς (1936-2000)


Giorgos_Xeimonas.JPG


.

1 σχόλιο:

  1. "Ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός η ποίηση είναι υπεφυσική. Ποιός μπορεί να είναι τι είναι αυτός ο άγνωστος εχθρός του ποιητή. Ο προαιώνιος κακούργος των ποιητών. Τότε άκουσα τον οιωνό με το κλειστό το στόμα. Μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία. Χωρίς κανένα έλεος χωρίς αιτία χωρίς να υπάρχει έγκλημα. Ο χριστιανός είναι ένα άγνωστο αδυσώπητο πλάσμα κακό. Έχει αποστολή και υπόσταση να ταπεινώσει να τρομάξει. Να βασανίσει ν΄ αφανίσει τον ποιητή. Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του κι η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ΄ αυτόν. Ποίημα είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ΄ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό εχθρό".

    «Γιατί η ουσία της ποίησης του ποιητή είναι στην ίδια του τη ζωή όχι στην ποίησή του».

    ΑπάντησηΔιαγραφή